Unit 2 – A refugee’s dreamland
Keywords
refugee, to apply for asylum, asylum seeker, to be
granted asylum, settle, integrate
to tuck – παραχώνω, κρύβω
crimson bougainvillea
– βυσσινί μπουκαμβίλια
to
cascade
– πέφτω σαν μικρός καταρράκτης
whitewashed
- ασβεστωμένος
terrace
–
ταράτσα, πεζούλι
its
claim
to
fame
– η διεκδίκηση στη φήμη, ο λόγος που είναι διάσημο το νησί
remains
– λείψανα, απομεινάρια
pygmy
elephants
–
ελέφαντες νάνοι
to
roam
- περιπλανιέμαι
paleontologist
- παλαιοντολόγος
to
earn
– κερδίζω
distinction
- διάκριση
refugee
–
πρόσφυγας (re+fugere- φεύγω)
to
flee
–
τρέπομαι σε φυγή
islander
- νησιώτης
to
embrace
- αγκαλιάζω
dozen
–
ντουζίνα, δωδεκάδα
to languish in
limbo – μαραζώνω στη λήθη
to
grant
asylum
– παρέχω άσυλο
to
settle
– εγκαθίσταμαι σε ένα μέρος
arrangement – ρύθμιση, συμφωνία
to export – εξάγω ( ex +portare – μεταφέρω)
(αντίθετο import – εισάγω (in +portare)
mayor
- δήμαρχος
tiny
–
μικροσκοπικός
capital
–
πρωτεύουσα
to
cling
– προσκολλώμαι σε
slope
-
πλαγιά
craggy
mountain
– βραχώδες, απόκρημνο βουνό
ruined
castle
– ερειπωμένο κάστρο
in proportion – σε αναλογία
community - κοινότητα
resident
population – μόνιμος
πληθυσμός
barely – μόλις
to
integrate
– ενσωματώνομαι
fabric
–
ύφασμα, εδώ κοινωνική δομή, μτφ.
aside
- εκτός
bakery
- φούρνος
day
labourer
– εργάτης με μεροκάματο, μεροκαματιάρης
purpose-built - χτισμένο ειδικά για
αυτό το σκοπό
port
- λιμάνι
seafront
-
παραθαλάσσιος
hardly
luxurious
–
καθόλου πολυτελής
portakabin
-
λυόμενο
communal
–
κοινόχρηστος
shower
blocks
– καμπίνες με ντους
splashes of
shade – κομμάτια σκιάς
layer of gravel
– στρώμα από χαλίκι
immeasurably - απείρως
to be stuck – έχω κολλήσει
to cross - διασχίζω
asylum seeker – ο αιτών άσυλο
UN – United
Nations – Ηνωμένα
Έθνη
in contrast – σε αντίθεση
to attend school
– παρακολουθώ σχολείο
outgoing - εξωστρεφής
confident
– με αυτοπεποίθηση
native
–
αυτόχθων, ντόπιος
to lead - οδηγώ
toddler - νήπιο
slaughter yard –
σφαγείο
N.G.O. – non
governmental organization – Μ.Κ.Ο. μη κυβερνητική οργάνωση
UNHCR – United
Nations High Commisioner for Refugees - Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες
agency
–
πρακτορείο, εδώ γραφείο
to
pick
up
a
language
–
μαθαίνω τη γλώσσα ακούγοντας τη
chronic
depopulation
– χρόνια μείωση πληθυσμού
abandoned
–
εγκαταλειμμένος
to
wander
- περιπλανιέμαι
deserted
– ερημωμένος
to be boarded
with – περικλείω, στεγάζω
rusted
corrugated iron – σκουριασμένα αυλακωτά σιδερένια φύλλα, τύπου ελενίτ
inhabitants – κάτοικοι
to drain away – αποστραγγίζω
to seek – αναζητώ
to
inject
– κάνω ένεση, εδώ εισφέρω, εγχέω,
modest allowance
– μέτριο εισόδημα
to
take
advantage
- εκμεταλλεύομαι
herb-scented – αρωματισμένος με
βότανα
valley
– κοιλάδα
shepherd
– βοσκός
consumption
– κατανάλωση (ρήμα consume)
potential
- δυναμικό
to
provide
– παρέχω
expertise
– εξειδίκευση, δεξιότητα
manpower
– ανθρώπινο δυναμικό
enterprise
- επιχείρηση
to
diversify
- διαφοροποιώ
mainstay
– στυλοβάτης, πυλώνας
loyal crowd – πιστό πλήθος
permanent - μόνιμος
to
overlook
– παραβλέπω, εδώ κοιτάζω από ψηλά
genuine
– αυθεντικός
compassion
– συμπόνια
ratio
- αναλογία
to encounter - συναντώ
to reunite - επανενώνω
to remain - παραμένω
shattered - θρυμματισμένος
humane – ανθρώπινος (e.g. humane conditions – ανθρώπινες συνθήκες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.